- κακοπολιτεία
- κακοπολιτεία, ἡ (Α)κακή διακυβέρνηση πολιτείας, κακή διοίκηση («τοῑς πράγμασιν ἤδη μοναρχίας ἔδει διὰ τὴν κακοπολιτείαν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπολιτείας — κακοπολιτείᾱς , κακοπολιτεία bad government fem acc pl κακοπολιτείᾱς , κακοπολιτεία bad government fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπολιτείαν — κακοπολιτείᾱν , κακοπολιτεία bad government fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπολιτειῶν — κακοπολιτεία bad government fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)